- θερμοπίδακας
- gejzer (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
θερμοπίδακας — ο πηγή θερμού ύδατος που σχηματίζει πίδακα … Dictionary of Greek
θερμοπίδακας — ο πηγή θερμού νερού που πετιέται ψηλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… … Dictionary of Greek
Γιελοουστόουν — (Yellowstone). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. 1. Ποταμός (περ. 1.600 χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της πολιτείας Γουαϊόμινγκ. Πηγάζει από τα βουνά Σοσούν και αφού διασχίσει το ομώνυμο εθνικό πάρκο και την ομώνυμη λίμνη, εκβάλλει στον ποταμό Μιζούρι, σε μικρή… … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek